ἐπιστολιμαῖος

ἐπιστόλιον

ἐπιστολογραφικός
ἐπιστόλιον, ου (τὸ) petite lettre, billet, Plut. Ages. 13 ; M. Ant. 1, 7, etc.
Étym. ἐπιστολή.