ἐπιστοναχέω-ῶ

ἐπιστοναχίζω

ἐπιστορέννυμι
ἐπι·στοναχίζω [] c. le préc. Batr. 73 ; Hés. Th. 843 dout.
Étym. ἐπί, στοναχή.