ἐπιστρατηΐη

ἐπιστρατοπεδεία

ἐπιστρατοπεδεύω
ἐπιστρατοπεδεία, ας () [ᾰτ] campement en face de l’ennemi, Pol. 1, 77, 7 ; 5, 76, 9.
Étym. ἐπιστρατοπεδεύω.