ἐπιστρεπτέον

ἐπιστρεπτικός

ἐπίστρεπτος
ἐπιστρεπτικός, ή, όν, qui fait se convertir, qui amène la conversion de, Procl. Plat. Parm. 607 ; Orig. 1, 1004, 1180, 1436.
Étym. ἐπιστρέφω.