ἐπιστηλόω-ῶ

ἐπίστημα

ἐπιστήμη
ἐπίστημα, ατος (τὸ)
1 cippe funéraire, Plat. Leg. 958e ; DH. 9, 67 ||
2 ornement à la proue d’un vaisseau, DS. 13, 3.
Étym. ἐφίστημι.