ἐπιστημοσύνη

ἐπιστημόω-ῶ

ἐπιστήμων
ἐπιστημόω-ῶ, c. ἐπιστημονίζω, Aqu. Ps. 2, 10 ; 31, 8.
Étym. ἐπιστήμη.