ἐπισυλλέγω

ἐπισύλληψις

ἐπισυλλογίζομαι
ἐπισύλληψις, εως () c. ἐπικύησις, Plut. M. 906 c et d ; Gal. 19, 326.
Étym. ἐπισυλλαμϐάνω.