ἐπισυνθετικῶς

ἐπισύνθετος

ἐπισυνθήκη
ἐπισύνθετος, ος, ον, composé, Clém. 667 ; μέτρον ἐπισύνθετον, Héph. 15, 12 et 27, mètre dipenthémimère.
Étym. ἐπισυντίθημι.