ἐπίταγμα

ἐπιταγματικός

Ἐπιτάδας
ἐπιταγματικός, ή, όν [μᾰ] qu’on ajoute à un mot, explétif, en parl. du pron. αὐτός, t. de gramm. Dysc. Pron. 306, 316, 339, 391, 407 ; Synt. 62, 21 ; 194, 8 ; Arc. 144, 7.
Étym. ἐπίταγμα.