ἐπιτάκτης

ἐπιτακτικός

ἐπιτακτικῶς
ἐπιτακτικός, ή, όν, qui concerne le commandement, Plat. Pol. 260 b, c ; 261 b, c ; Arstt. Nic. 6, 10, 1 ; ἡ ἐπιτακτική (s. e. τέχνη) Plat. Pol. 260c, l’art ou la faculté de commander.
Étym. ἐπίτακτος.