ἐπιτέχνησις

ἐπιτεχνητός

ἐπιτεχνολογέω-ῶ
ἐπιτεχνητός, ή, όν, fait avec art, Luc. Prom. 18 ; A. Quint. p. 38 ; Clém. 1, 521, 581 Migne.
Étym. vb. d’ἐπιτεχνάομαι.