ἐπιτειχίζω

ἐπιτείχισις

ἐπιτείχισμα
ἐπιτείχισις, εως () [ῐσ] action de se fortifier contre, fortification contre, Thc. 1, 142 ; 6, 93.
Étym. ἐπιτειχίζω.