ἐπιτείχισμα

ἐπιτειχισμός

ἐπιτεκμαίρομαι
ἐπιτειχισμός, οῦ () c. le préc. Thc. 7, 18 ; Xén. Hell. 5, 1, 2 ; ἐπ. τῇ χώρᾳ, Thc. 1, 122 ; κατὰ τῆς πόλεως, Dém. 254, 20, rempart contre le pays, contre la ville.