ἐπιτεκμαίρομαι

ἐπίτεκνος

ἐπιτεκνόω-ῶ
ἐπί·τεκνος, ος, ον, capable d’enfanter, fécond, Hpc. Aph. 1255.
Étym. ἐπί, τέκνον.