ἐπιτελεόω-εῶ

ἐπιτέλεσις

ἐπιτελεστέον
ἐπιτέλεσις, εως () accomplissement, Arstt. Probl. 10, 34 ; M. Ant. 1, 16 ; Clém. 453.
Étym. ἐπιτελέω.