ἐπιτεσσαρακοστόπεμπτος λόγος

ἐπιτεταμένως

ἐπιτέταρτος
ἐπι·τεταμένως, adv. avec intensité, fortement, Ath. 45d ; Diosc. 1, 105 ; 5, 171.
Étym. ἐπιτείνω.