ἐπιτετράφαται

ἐπίτευγμα

ἐπιτευκτικός
ἐπίτευγμα, ατος (τὸ) invention, combinaison, DS. 1, 27 ; en parl. de poésie, DS. 1, 6 ; DL. 8, 57.
Étym. ἐπιτυγχάνω.