ἐπιθάλασσος

ἐπιθαλαττιαῖος

ἐπιθαλαττίδιος
ἐπιθαλαττιαῖος, ος, ον [θᾰ] c. les préc. Str. 167, dout.
Étym. ἐπιθαλάττιος.