ἐπιτιμητής

ἐπιτιμητικός

ἐπιτιμητικῶς
ἐπιτιμητικός, ή, όν [τῑμ]
1 qui blâme, Plat. Def. 416 fin ||
2 enclin à blâmer, Luc. J. tr. 23 ||
Sup. -ώτατος, Clém. p. 296.
Étym. ἐπιτιμάω.