ἐπιτονόω-ῶ

ἐπιτοξάζομαι

ἐπιτοξεύω
ἐπι·τοξάζομαι (seul. prés. et impf. ἐπετοξαζόμην) lancer des traits, Il. 3, 79 ; τινι, Luc. Cal. 12 ; DC. 74, 6, contre qqn.