ἐπιτριήραρχος

ἐπιτριμερής

ἐπιτριμμός
ἐπι·τρι·μερής, ής, ές [ρῐ] qui comprend un entier plus ³⁄₄, Nicom. Arithm. 99, 100, 106.
Étym. ἐπί, τρεῖς, μέρος.