ἐπιτριμμός

ἐπιτρίπεμπτος

ἐπίτριπτος
ἐπι·τρί·πεμπτος, ος, ον, qui comprend un entier plus ³⁄₅, Nicom. Arithm. 108.
Étym. ἐπί, τρεῖς, πέμπτος.