ἐπιτρίς

ἐπιτριτέταρτος

ἐπίτριτος
ἐπι·τρι·τέταρτος, ος, ον, qui comprend un entier plus 3 / 4, Nicom. Arithm. 101.
Étym. ἐπί, τρεῖς, τέταρτος.