ἐπιτριηραρχέω-ῶ

ἐπιτριηράρχημα

ἐπιτριήραρχος
ἐπιτριηράρχημα, ατος (τὸ) exercice de la charge de triérarque au delà du temps légal, Dém. 1206, 11 ; 1219, 23, etc.
Étym. ἐπιτριηραρχέω.