ἐπιτρόχαλος

ἐπιτροχασμός

ἐπιτροχαστέον
ἐπιτροχασμός, οῦ () flux de paroles brèves et précipitées, Alexandr. π. σχημ. 579.
Étym. ἐπιτροχάζω.