ἐπιτροπή

ἐπιτροπία

ἐπιτροπικός
ἐπιτροπία, ας () tutelle, administration d’un tuteur, Lys. (DH. Is. 8) ; Pol. 15, 31, 4 ; ἐπιτροπίας δίκη, Plat. Leg. 928c, procès de tutelle.
Étym. ἐπίτροπος.