ἐπιτυχής

ἐπιτυχία

ἐπιτυχῶς
ἐπιτυχία, ας () []
1 succès, réussite, Pol. 1, 6, 4 ; 5, 14, 11 ; 6, 15, 7 ; DH. 3, 70, etc. ||
2 avantage, Phil. 2, 326.
Étym. ἐπιτυχής.