Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδέως
ἐπιτηθή
ἐπιτηδέως
[
ῐ
]
adv.
avec soin,
Hdt.
1, 108 ;
4, 139
.
Étym.
ion.
c.
ἐπιτηδείως
;
cf.
ἐπιτήδεος
et
ἐπιτήδειος
.