ἐπιτωθάζω

ἐπιτωθασμός

ἐπιφαιδρύνω
ἐπιτωθασμός, οῦ () moquerie, raillerie, Pol. 3, 80, 4 ; Phil. 1, 605 ; Hld. 10, 25.
Étym. ἐπιτωθάζω.