ἐπιζευγνύω

ἐπιζευκτικός

ἐπίζευξις
ἐπι·ζευκτικός, ή, όν, copulatif, Hdn gr. 3, 251, 252 ; Dysc. Synt. 272, 275 ; 306, 329.
Étym. ἐπιζεύγνυμι.