ἐπιζήμιος

ἐπιζημιόω-ῶ

ἐπιζημίως
ἐπιζημιόω-ῶ, fixer une amende : στατῆρι, Xén. Hell. 5, 2, 22, à un statère.
Étym. ἐπιζήμιος.