ἐπιζήτημα

ἐπιζήτησις

ἐπιζητητέον
ἐπιζήτησις, εως () action de rechercher, recherche, question, Jos. A.J. 4, 8, 3 et 48 ; 5, 1, 12 ; 13, 6, 3 ; Gal. 19, 372, ao.
Étym. ἐπιζητέω.