ἐποχθίζω

ἐποχλεύς

ἔποχον
ἐπ·οχλεύς, έως () obstacle sur la route, Simarist. (Ath. 99c, dout. p. ἐποχεύς).
Étym. ἐπί, ὄχλος ; ou ἐποχεύς, de ἐπέχω.