ἐποικοδόμημα

ἐποικοδόμησις

ἐποικονομέω-ῶ
ἐποικοδόμησις, εως () échafaudage, construction laborieuse, fig. en parl. du discours, Arstt. G.A. 1, 18, 34 ; Lgn 39.
Étym. ἐποικοδομέω.