ἐπομϐρίζω

ἐπόμϐριος

ἔπομϐρος
ἐπ·όμϐριος, ος, ον, pluvieux, Arstt. H.A. 8, 18 ; Th. C.P. 3, 11, 5.
Étym. ἐπί, ὄμϐρος.