ἐποποιϊκός

ἐποποιός

ἐποπτάω-ῶ
ἐπο·ποιός, οῦ ()
1 poète épique, Hdt. 2, 120 ; Arstt. Poet. 1, 10 ||
2 poète, en gén. Luc. J. tr. 6.
Étym. ἔπος, ποιέω.