ἐπηρεάζω

ἐπηρεασμός

ἐπηρεαστής
ἐπηρεασμός, οῦ () c. ἐπήρεια, Arstt. Rhet. 2, 2, 3 ; DS. 20, 54.
Étym. ἐπηρεάζω.