ἐπήτεια

ἐπητής

ἑπητικός
ἐπητής, οῦ, adj. m. affable, bienveillant, Od. 13, 332, etc.
Étym. ἔπος.
ἐπητής, ής, ές, c. le préc., plur. fém. ἐπητέες, A. Rh. 2, 987.