ἐργάτᾳ

ἐργατεία

ἐργατεύομαι
ἐργατεία, ας () [γᾰ] travail d’artisan, Spt. Sap. 7, 17 ; Clém. 2, 313 Migne.
Étym. ἐργατεύομαι.