ἐργοδιωκτέω-ῶ

ἐργοδιώκτης

ἐργοδοτέω-ῶ
ἐργο·διώκτης, ου () [] surveillant de travaux, contremaître, Spt. Ex. 3, 7 ; 1 Esdr. 5, 56 ; Phil. 2, 86.
Étym. ἔργον, διώκω.