ἔρνυξ

ἐρνώδης

ἔρξα
ἐρνώδης, ης, ες, semblable à de jeunes pousses, Diosc. 1 Proœm. p. 7 ||
Sup. ἐρνωδέστατος, Geop. 10, 22, 5.
Étym. ἔρνος, -ωδης.