ἐρρήθην

ἐρρηνοϐοσκός

ἔρρηξα
ἐρρηνο·ϐοσκός, οῦ () qui élève des agneaux, Soph. fr. 589 (p.-ê. p. ἀρρηνοϐοσκός).
Étym. ἔρρην, βόσκω.