ἐρυμάτιον

ἐρυμνόνωτος

ἐρυμνός
ἐρυμνό·νωτος, ος, ον, au dos fortement cuirassé, en parl. d’un crabe, Anth. 6, 196.
Étym. ἐρυμνός, νῶτος.