ἐρυσιπελατώδης

ἐρυσίπτολις

ἔρυσις
ἐρυσί·πτολις, voc. ι, gén. ιος () [] protectrice des villes, ép. d’Athèna, Il. 6, 305 ; Hh. 10, 1 ; 28, 3 (ἔρυμαι, πτόλις).