ἐρυθρόγραμμος

ἐρυθροδάκτυλος

ἐρυθρόδανον
ἐρυθρο·δάκτυλος, ος, ον [τῠ] aux doigts rouges, Arstt. Rhet. 3, 2, 13.
Étym. ἐ. δάκτυλος.