ἐρυθρόπους

ἐρυθροπρόσωπος

ἐρυθρός
ἐρυθρο·πρόσωπος, ος, ον, au teint rouge, Anon. (Suid. vo Ἁρμάτος).
Étym. ἐ. πρόσωπον.