ἐρωμανέω-ῶ

ἐρωμανής

ἐρωμανία
ἐρω·μανής, ής, ές []
1 fou d’amour, DS. Exc. 581, 98 conj. ||
2 qui excite un amour insensé, Orph. H. 54, 142.
Étym. ἔρως, μαίνομαι.