ἐρωτηματίζω

ἐρωτηματικός

ἐρωτηματικῶς
ἐρωτηματικός, ή, όν [] interrogatif, Hermog. Prog. 21 ; ὄνομα ἐρωτηματικόν, D. Thr. 636, 11, nom (c. à d. pronom) interrogatif (τίς, ποῖος, πόσος).
Étym. ἐρώτημα.