ἔσομαι

ἐσοπτός

ἐσοράω-ῶ
ἐσοπτός, ἐσ·οπτρίζω, ἐσοπτρικός, v. εἰσοπτός, εἰσοπτρίζω, εἰσοπτρικός, etc.