ἐθελοκάκησις

ἐθελόκακος

ἐθελοκακῶς
ἐθελό·κακος, ος, ον [] volontairement méchant, DH. 3, 1755 Reiske ; Œnom. (Eus. 3, 369 c Migne).
Étym. ἐθέλω, κακός.